τόνος

τόνος
I
Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις τελευταίες συλλαβές μιας λέξης (είναι ο λεγόμενος νόμος της τρισυλλαβίας). Αν ο τ. πέφτει στην τελευταία συλλαβή, η λέξη λέγεται οξύτονη (αν ο τ. είναι οξεία) ή περισπώμενη (αν ο τ. είναι περισπωμένη)· αν πέφτει στην παραλήγουσα, η λέξη λέγεται (ανάλογα με το είδος του τ.) παροξύτονη ή προπερισπώμενη· αν ο τ. πέφτει στην προπαραλήγουσα, και τότε είναι πάντοτε οξεία, η λέξη λέγεται προπαροξύτονη. Σε άλλες γλώσσες επικρατούν άλλα τονικά συστήματα: έτσι, στα γαλλικά ο τ. πέφτει πάντα στην τελευταία συλλαβή κάθε λέξης, στα ιταλικά συνήθως πέφτει στην παραλήγουσα, αλλά μπορεί να πέσει σε μία από τις τέσσερις τελευταίες συλλαβές μιας λέξης (τόνο στην τέταρτη από το τέλος συλλαβή συναντάμε και σε μερικά νεοελληνικά ιδιώματα). Στη γραφή, μόνο η ελληνική γλώσσα αποδίδει πάντοτε με γραπτό σημείο τον τ. πάνω στην τονιζόμενη συλλαβή. Στα αρχαία ελληνικά υπήρχαν 3 είδη τ., και αυτά οι αρχαίοι γραμματικοί τα απέδωσαν με τα σύμβολα οξεία, βαρεία και περισπωμένη. Στα νέα ελληνικά υπάρχει ένα μόνο είδος τ., αλλά στη γραφή διατηρείται το αρχαιοελληνικό σύστημα απόδοσης των γραπτών σημείων τονισμού. Τον τ. δηλώνει και η γραφή της ιταλικής γλώσσας, όχι όμως πάντοτε: μία βαρεία μπαίνει πάντα στη λήγουσα στις οξύτονες λέξεις (π.χ. virtù, pietά), καθώς και σε μερικά μονοσύλλαβα για να ξεχωρίζουν από ομόηχά τους που έχουν όμως διαφορετική σημασία (π.χ. la = η, lά = εκεί, da = από, dά = δίνει). Μερικά μονοσύλλαβα στερούνται τ. και συμπροφέρονται με την προηγούμενη λέξη (και τότε λέγονται εγκλιτικά) ή με την επόμενη (και τότε λέγονται προκλιτικά), π.χ. κοίτα με, νά το (τα με και το είναι εγκλιτικά), ο πατέρας, του είπε (τα ο και του είναι προκλιτικά και ας φέρνει το του τ. στη γραφή). Το φαινόμενο αυτό συμβαίνει και σε άλλες γλώσσες, στην καθεμία όμως ισχύουν διαφορετικοί σχετικοί κανόνες και η ακουστική εντύπωση είναι διαφορετική (η γραμματική της αρχαίας ελληνικής αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο στην έγκλιση του τ.). Σε πολλά νησιωτικά νεοελληνικά ιδιώματα είναι πολύ μεγαλύτερος ο αριθμός των εγκλιτικών εις βάρος των προκλιτικών, εξαιτίας της αντιστροφής στη σύνταξη διαφόρων αντωνυμικών τύπων (π.χ. τα κρητικά: είδα τον, είπε μου, φχαριστώ σου· αντί των κοινών: τον είδα, μου είπε, σ’ ευχαριστώ).
Εκτός από τον τ. του είδους που αναφέραμε, δηλαδή τον αναπνευστικό, υπάρχει στη γλωσσολογία και ο μουσικός τόνος (γαλλικά ton, αγγλικά tone, ιταλικά accento musicale) που αφορά το ύψος των φθόγγων. Στην ελληνική και στις περισότερες ευρωπαϊκές γλώσσες ο μουσικός τ. συμβαδίζει με τη λογική έννοια της ομιλίας και επειδή χρησιμεύει στο να δίνει έμφαση, πέφτει μόνο πάνω στις συλλαβές που απαιτούν ειδικό τονισμό, ο οποίος όμως συμπίπτει με τον αναπνευστικό τ. (τον accent). Εξαίρεση αποτελεί στο σημείο αυτό η γαλλική γλώσσα, όπου επειδή όλες οι λέξεις της είναι οξύτονες, πάρα πολλές φορές δεν συμπίπτει ο αναπνευστικός με τον μουσικό τ. Στις μονοσυλλαβικές γλώσσες, όπως π.χ. η κινεζική, ο μουσικός τ. αλλάζει συχνά τη σημασία των μονοσύλλαβων. Στην Ευρώπη γλώσσες με μορσικό τ. είναι η σερβοκροατική και η σουηδική.
II
(thunnus thynnus). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των σκομβριδών, της τάξης των περκόμορφων. O υ. έχει μήκος γενικά 2-2½ μ., αλλά κάποια ψάρια μπορούν να φτάσουν το μήκος των 4½ μ. και το βάρος των 600 κιλών. Ενώ το μπροστινό μέρος του κορμού είναι σκεπασμένο με μεγάλα λέπια, οι κεντρικές και οπίσθιες ζώνες έχουν λέπια μικρότερα. Οι δύο γνάθοι είναι προικισμένες με μικρά κωνικά δόντια ενώ άλλα δόντια, πολύ λεπτά, βρίσκονται στον ουρανίσκο και στο ρινικό οστό. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τ. είναι η θερμοκρασία του σώματος που ξεπερνά κατά μερικούς βαθμούς τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Το ψάρι αυτό, που μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα 70 χλμ. την ώρα, είναι διαδεδομένο στον ανατολικό Ατλαντικό, ανάμεσα στις Αζόρες και στη Σκανδιναβία, στη Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο. Το ψαρεύουν πολύ για την εύγευστη και θρεπτική σάρκα του.
Όμοιος με τον κοινό τ., αλλά με μήκος μόνο ένα μ. είναι ο τ. ο εγγράμματος (euthynnus allentteratus) και η παλαμίδα (euthynnus pelamis) με λιγότερο εύγευστη σάρκα. Ένα άλλο είδος, που ανήκει στην ίδια οικογένεια είναι και ο τ. ο μακρύπτερος (Thunnus Alalunga) η ονομασία του οποίου προέρχεται από το αξιοσημείωτο μήκος των στηθαίων πτερυγίων σε σχέση με τον κοινό τ. Ο τ. αυτός ζει στη Μεσόγειο και ιδιαίτερα στις εύκρατες ζώνες του βόρειου Ατλαντικού. Oνομάζεται και λευκός τ. για την άσπρη σάρκα του.
Ψάρεμα τόνου.
Ψάρεμα τόνου στα ανοιχτά των ακτών της Τυνησίας.
Τόνος, τελεοστέο ψάρι διαδεδομένο στον ανατολικό Ατλαντικό, στη Μεσόγειο, στον Εύξεινο Πόντο και στη Σκανδιναβία (φωτ. ΑΠΕ).
III
Μονάδα βάρους διαφόρων χωρών. Διακρίνεται σε: α) γαλλικό ή μετρικό τ., που ισχύει και στην Ελλάδα και αντιστοιχεί με 1.000 κιλά, β) αμερικανικό ή βραχύ τ., που ισχύει στις ΗΠΑ και στον Καναδά και αντιστοιχεί με 2.000 λίβρες ή 907,2 κιλά, υποδιαιρείται δε σε 20 στατήρες των 100 λιβρών, γ) αγγλικό ή μέγα τ., που ισχύει στη Μεγάλη Βρετανία και αντιστοιχεί με 2.240 λίβρες ή 1.016 κιλά, υποδιαιρείται σε 20 στατήρες των 112 λιβρών. Ειδικότερα για τη μέτρηση χωρητικότητας των πλοίων χρησιμοποιείται ο τ. χωρητικότητας (ελληνικός κόρος), ο όγκος του οποίου αντιστοιχεί σε 2,83 κυβικά μέτρα ή 100 αγγλικά κυβικά πόδια.
* * *
(I)
ο, ΝΜΑ
1. ο βαθμός έντασης ενός ήχου και, ιδίως, τής φωνής
2. (κατ' επέκτ.) η χροιά ή το ύψος τής φωνής (α. «δεν μού αρέσει ο τόνος τής φωνής του» β. «μελαγχολικός τόνος» γ. «απαλός τόνος» δ. «φωνὴν μίαν ἱεῑσαν ἀνὰ τόνον», Πλάτ.)
3. ο τονισμός
4. (στην πυθαγόρεια θεωρία) διάστημα
5. ο βαθμός έντασης ενός χρώματος, η διαβάθμιση τού φωτός και τής σκιάς («ένας πιο σκούρος τόνος θα ταίριαζε περισσότερο»)
6. η τονικότητα
7. (φιλοσ.) (στους Στωικούς) α) συνώνυμο τής προσπάθειας, ως δημιουργικής δύναμης που ενυπάρχει στη φύση και στον άνθρωπο
β) η δημιουργική δύναμη τής φωτιάς με την οποία αυτή μεταβάλλεται σε αέρα, ύδωρ και γη («συνεκτικός τόνος» — η ενεργός δύναμη που συνέχει το σύμπαν)
νεοελλ.
1. γλωσσ. α) η ένταση ή το ύψος τής φωνής κατά την εκφώνηση μιας γλωσσικής μονάδας, συλλαβής ή λέξης, ανώτερης τού φθόγγου
β) καθένα από τα διακριτικά σημεία με τα οποία δηλώνεται ο τονισμός αυτός στην Ελληνική, όπως είναι η οξεία, η βαρεία και η περισπωμένη
2. μουσ. α) (στα εξωευρωπαϊκά μουσικά συστήματα) η απόσταση τής μιας βαθμίδας τής κλίμακας από την άλλη
β) (στην ευρωπαϊκή μουσική) η απόσταση τών δώδεκα τμημάτων
3. ναυτ. χοντρό σχοινί, πλεγμένο από τρία ή τέσσερα μονόπλοκα σχοινιά, που χρησιμεύει στην πρυμνοδέτηση και στη ρυμούλκηση τού πλοίου
4. φυσιολ. α) η ελαφρά και μόνιμη συστολή ενός γραμμωτού μυός η οποία ελέγχεται από νευρικά κέντρα
β) η ενδοφθάλμια πίεση
5. φρ. α) «βαρύς τόνος»
γλωσσ. η βαρεία
β) «οξύς τόνος»
γλωσσ. η οξεία
γ) «περισπώμενος τόνος»
γλωσσ. η περισπωμένη
δ) «δυναμικός [ή εντατικός] τόνος»
γλωσσ. τόνος που εξαρτάται από την έξαρση τής φωνής, από την εντονότερη προφορά και χαρακτηρίζει τις νεώτερες γλώσσες
ε) «μουσικός τόνος»
γλωσσ. ο τόνος που εξαρτάται από το ύψος και τη διάρκεια τής φωνής και χαρακτηρίζει κυρίως τις αρχαίες κλασικές γλώσσες
στ) «μυϊκός τόνος»
φυσιολ. τάση στην οποία υπόκειται κάθε σκελετικός μυς σε κατάσταση ηρεμίας
αρχ.
1. καθετί με το οποίο τεντώνεται κάτι ή το οποίο μπορεί να τεντωθεί, όπως είναι ένα σχοινί, μια ταινία, ένα νεύρο («οἱ τόνοι τῶν κλινέων», Ηρόδ.)
2. καθένα από τα έμβολα σχοινιού
3. (σχετικά με ζώο) νεύρο, ιδίως τής πνευμονογαστρικής χώρας
4. (με περιλπτ. σημ.) α) κρεβάτι, κλίνη
β) δίφρος
5. σειρά, γραμμή από κίονες
6. ένταση, τέντωμα («τὸν τῆς ὁλκῆς τόνον ὑπεκλῡσαι», Σωρ.)
7. ένταση σωματικής ή πνευματικής δύναμης
8. σωματική ενέργεια («ἰσχὺς καὶ τόνος», Λουκιαν.)
9. (γενικά) δύναμη, ισχύς («τόνος ὀργῆς», Πλούτ.)
10. μουσ. α) η διατονική κλίμακα
β) διατονία, αρμονία
11. μέτρο, ρυθμός («ἐν τριμέτρῳ τόνῳ, Ηρόδ.)
12. τάση ή διεύθυνση την οποία ακολουθεί κάποιος («εὐθὺν τόνον τρέχειν», Πίνδ.)
13. (σε επιγρ. τής Τήνου) συνοικία πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τον- τής ρίζας τού ρ. τείνω (βλ. λ. τείνω)].
————————
(II)
παλαιότερη γρφ. τόννος, ο, Ν
1. μετρολ. αγγλοσαξονική μονάδα μάζας ή δύναμης, ισοδύναμη με 2.000 λίβρες, δηλαδή 907,18 χιλιόγραμμα, για τον μικρό τόνο που χρησιμοποιείται στις ΗΠΑ, ή με 2.240 λίβρες, δηλαδή 2.016,95 χιλιόγραμμα για τον μεγάλο τόνο που χρησιμοποιείται στην Αγγλία
2. φρ. α) «μετρικός τόνος»
μετρολ. τόνος ισοδύναμος με μάζα 1.000 χιλιογράμμων που χρησιμοποιείται στο Διεθνές Σύστημα μονάδων ή με δύναμη 1.000 χιλιογράμμων που χρησιμοποιείται στο τεχνικό σύστημα
β) «τόνος εκτοπίσματος»
ναυτ. μονάδα χαρακτηριστική τού μεγέθους τών επιβατηγών και πολεμικών πλοίων, η οποία αντιπροσωπεύει τον όγκο ενός μεγάλου τόνου θαλασσινού νερού, δηλαδή 35 κυβικούς πόδες
γ) «τόνος φόρτωσης»
ναυτ. παλαιά μονάδα χωρητικότητας εμπορικών πλοίων, το μέγεθος τής οποίας ποικίλλει ανάλογα με το είδος τού φορτίου
δ) «τόνος ισοδύναμου άνθρακα»
(οικον.) μονάδα που χρησιμεύει στην οικονομική επιστήμη για τη σύγκριση τών ποσοτήτων ενέργειας που μπορούν να αποληφθούν από διάφορες πηγές, με τον γαιάνθρακα ως υλικό αναφοράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tonne < υστερολατ. tunna με απλοποίηση τών δύο /n/ σε ένα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τόνος —         (tonos) (греч.) напряжение. Интенсивность космич. духа (пневмы), имеющая различные степени. Понятие стоич. физики. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М.… …   Философская энциклопедия

  • τόνος — that by which a thing is stretched masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόνος — I (λ. γαλλ.) 1. μονάδα για μέτρηση βάρους ισοδύναμη με 1.000 κιλά. 2. μέτρο χωρητικότητας των πλοίων, κόρος: Δεξαμενόπλοιο 50.000 τόνων. 3. μεγαλόσωμο ψάρι με σώμα μακρουλό. II 1. ύψωση ήχου ή φωνής: Βαρύς τόνος της φωνής. 2. απόχρωση της φωνής:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγειακός τόνος — Οι λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων βρίσκονται συνεχώς σε κατάσταση συστολής, που άλλοτε είναι μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη. Η συνεχής αυτή συστολή λέγεται α.τ., και οφείλεται σε δύο παράγοντες: 1. Στην επίδραση νευρικών… …   Dictionary of Greek

  • μυϊκός τόνος — Κατάσταση ελαφράς σύσπασης των μυών, που υπάρχει ακόμα και όταν ο μυς βρίσκεται σε ανάπαυση, και καταργείται με την τομή ή την αναισθησία των νευρικών συνάψεων (μυϊκή χαλάρωση) και με την ενεργή σύσπαση. Αποτελεί βασική ιδιότητα των μυϊκών ινών,… …   Dictionary of Greek

  • τόνω — τόνος that by which a thing is stretched masc nom/voc/acc dual τόνος that by which a thing is stretched masc gen sg (doric aeolic) τονόω brace up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τονόω brace up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόνε — τόνος that by which a thing is stretched masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόνοι — τόνος that by which a thing is stretched masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόνοιν — τόνος that by which a thing is stretched masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόνοις — τόνος that by which a thing is stretched masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”